σηραγγώδης

σηραγγώδης
-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα τού σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῡρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι τού κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα τού πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα τής κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῡτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σηραγγώδης — full of holes masc/fem acc pl (attic epic doric) σηραγγώδης full of holes masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σηραγγώδης full of holes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδη — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σηραγγώδης full of holes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδέστατον — σηραγγώδης full of holes masc acc superl sg σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγῶδες — σηραγγώδης full of holes masc/fem voc sg σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεα — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σηραγγώδης full of holes masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεις — σηραγγώδης full of holes masc/fem acc pl σηραγγώδης full of holes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδέστερα — σηραγγώδης full of holes neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγωδῶν — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεσι — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σηραγγώδεσιν — σηραγγώδης full of holes masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”